- ὀφθαλμοφανῶς
- ὀφθαλμοφανήςapparent to the eyeadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφθαλμοφανής — ές (Α ὀφθαλμοφανής, ές) 1. αυτός που γίνεται αισθητός με τους οφθαλμούς, ορατός 2. καταφανής, ολοφάνερος. επίρρ... οφθαλμοφανώς (ΑΜ ὀφθαλμοφανῶς) με οφθαλμοφανή τρόπο, καταφανώς, ολοφάνερα μσν. αρχ. σαν να ήταν κάτι ορατό στην πραγματικότητα αρχ … Dictionary of Greek
очивѣсть — (9*) нар. 1.Очевидно, явно; въяве: заступи бо ѡчивѣсть ѿ поганы(х) ст҃а˫а Б҃ца. и хрь(с)˫аньска мл҃тва. ЛЛ 1377, 123 (1172); во снѣ ѡчивѣсть ˫авлѧшесѧ има ст҃ыи сиѡнъ. (αὐτοπτικῶς) СбТр XIV/XV, 158 об. 2. Наяву, в действительности: и ˫ависѧ ѥму… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)